- πανοῦχος
- πᾱνοῦχος φλόξ, flameA of a torch, Trag.Adesp.160; cf. πᾱνός, φανός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανούχος — ον, Α φρ. «πανοῡχος φλόξ» η φλόγα τού φανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανός (II) + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολιούχος, εστιούχος] … Dictionary of Greek